όρδινον

όρδινον
ὄρδινον, τὸ (Α)
(στο Βυζ.) γραμμή, ζυγός στρατιωτών τοποθετημένων διαδοχικά τού ενός πίσω από τον άλλο, φαλαγγηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordo, -inis «τάξη στρατιωτών, σειρά, τάξη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενόρδινος — ἐνόρδινος, ον (Μ) [όρδινον] (για δικαστήριο) τακτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”